- σχοινῖτις
- σχοιν-ῖτις, ιδος, ἡ,A made of rushes,
καλύβη AP7.295
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλύβη AP7.295
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σχοινίτης … Dictionary of Greek
σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σχοινίτιδι — σχοινί̱τιδι , σχοινῖτις made of rushes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)